προγραμματικός

προγραμματικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόγραμμα ή αυτός που γίνεται με βάση ένα πρόγραμμα («προγραμματικές δηλώσεις τής κυβέρνησης»)
φρ.
2. «προγραμματική μουσική»
μουσ. κάθε σύνθεση με περιγραφικό ή διηγηματικό χαρακτήρα, η οποία εμπνέεται από ιδέες εξωμουσικές, όπως είναι λ.χ. οι μύθοι, τα ποιήματα, οι ζωγραφικοί πίνακες, από ιδέες μιμητικές ή από ήχους τού περιβάλλοντος, λ.χ. από μια θύελλα, από τα κύματα της θάλασσας, από τις φωνές τών πουλιών.
επίρρ...
προγραμματικώς και -ά Ν
με πρόγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγραμμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προγραμματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο πρόγραμμα: Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”